Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Ήταν ένα κυπαρίσσι....







Μικρούλι λαδοπράσινο κι όμορφο κυπαρίσσι
αθέατο μεγάλωνε πίσω απο 'να βράχο
καλά προστατευμένο απ'τις κακίες του βορρά
κι απο τις ύπουλες σπρωξιές του άταχτου
κυρ Νοτιά.
Μια γκρίζα κουκουβάγια κάθε νύχτα πέρναγε
απο το κοιμητήρι και σιγανοκουβέντιαζε
μ'εκείνες τις πανύψηλες κυπαρισσόγριες
που στέκουνε ασάλευτες γύρω απ'τα μνημούρια
και βλέπουνε τα δάκρυα κι ακούν όλες τις σκέψεις
της χήρας της παμπόνηρης,μα και της άλλης χήρας,
της σεμνής,της μάνας την πικρή λιγοθυμιά,
τα δάκρυα του φονικού,τον κόμπο στο λαιμό
του ορφανού.
Αυτές οι πρασινόμαυρες γριές,οι αιωνόβιες,
γύρεψαν απο την κουκουβάγια να πάει,κρυφά
σιγοπετώντας,απάνω απο το κυπαρίσσι και να του πεί:

Άν δεν λυγίσεις σαν το δούλο,
αν δεν υποκλιθείς στον άνεμο,
δε θα γενείς καυσόξυλο στο τζάκι του χωριάτη,
μα σ'έναν κάμπο ψηλό γερό τηλεγραφόξυλο,
τον πλατύ ουρανό μέρα και νύχτα ν'αγναντεύεις.

Άκουσε αυτη τη συμβουλή το κυπαρίσσι.
Έσφιξε με δύναμη το κορμί του.Κι όταν
αργοψηλώνοντας ξεπρόβαλ'απ'το βράχο
και ρίχτηκαν απάνω του με λύσσα οι κόντρα ανέμοι
στάθηκε 'ισιο,δεν τρόμαξε.Ποτέ δε λύγισε.
Κι απ'τους αφηνιασμένους δράκους των ανέμων
του βαρύ Χειμώνα όταν καταχτυπήθηκε
όρθιο πάλεψε,αντρώθηκε,τους νίκησε.

Σαν πέρασαν τα χρόνια κι ήρθαν οι εργάτες
να το κόψουν,γεροδεμένα και γυαλιστερά
απο ιδρώτα μπράτσα το πελέκησαν με θαυμασμό
με προσοχή,ύψωσαν όρθιο,σαν σταυρό,το ίσιο του κορμί.

Πανύψηλο κατάρτι σε καίκι το έστησαν,
μέσα στα πέλαγα να ταξιδεύει,τον ουρανό,
τη θάλασσα μαζί μέρα και νύχτα ν'αγναντεύει.

Μ.Σ.








Δεν υπάρχουν σχόλια: